- θρῷ
- θράζωfut opt act 3rd sgθρόοςnoisemasc dat sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρῶ — θράομαι to be seated pres imperat mp 2nd sg θράομαι to be seated imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) θράζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) θρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) θρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρω — αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc nom/voc/acc dual αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(dher-4:) dhor- : dher- — (dher 4:) dhor : dher English meaning: to jump, jump at, *stream, ray, drip, sperm Deutsche Übersetzung: ‘springen, bespringen” Material: O.Ind. dhü rü ‘stream, ray, drip, sperm “; Gk. (Ion.) θορός, θορή “ manly sperm “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
АЛИПИЛ — • Alĭpĭlus, раб, особенно при банях, занятие которого состояло в том, чтобы выдергивать щипцами (volsella) у моющихся волосы из подмышек (vellere alas, Juv. 11, 157). Таково было требование франтовства: люди, чрезмерно заботливые о… … Реальный словарь классических древностей
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek
Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… … Dictionary of Greek
αἴθρῳ — αἴ̱θρῳ , αἶθρος the clear chill air masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥείθρωι — ῥεί̱θρῳ , ῥεῖθρον that which flows neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥείθρῳ — ῥεί̱θρῳ , ῥεῖθρον that which flows neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)